κατασταμνίζω

κατασταμνίζω
κατασταμνίζω (Α)
1. μεταγγίζω κρασί από βυτίο σε μικρότερο πήλινο αγγείο
2. φρ. «οἶνος κατεσταμνισμένος» — κρασί σε σταμνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σταμνίζω (< στάμνος), πρβλ. συ-σταμνίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασταμνίζειν — κατασταμνίζω draw off wine into a smaller vessel pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασταμνισμός — κατασταμνισμός, ὁ (Α) [κατασταμνίζω] η μετάγγιση κρασιού σε σταμνί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”